- παρακαμπτήριος
- ος, ο[ν] ж.-д. запасной (о пути)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παρακαμπτήριος — α, ο 1. αυτός που χρησιμεύει για παράκαμψη 2. φρ. α) «παρακαμπτήρια γραμμή» δευτερεύουσα σιδηροδρομική γραμμή, παράλληλη προς την κύρια, στους σταθμούς ή στις στάσεις, για να βοηθάει στη διασταύρωση ή στους ελιγμούς τών αμαξοστοιχιών β)… … Dictionary of Greek
A3 motorway (Cyprus) — Infobox European road marker name = A3 Motorway Larnaca International Airport Ayia Napa name notes = Αυτοκινητόδρομος Διεθνούς Αερολιμένα Λάρνακας Αγίας Νάπας eroad = length = length km = 55 length mi = plalength = beltway city = Larnaca (partly) … Wikipedia
-τήριος — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία απαντούσε αρχικά σε επίθετα που παράγονταν από αρσ. σε τήρ* (πρβλ. ἀμυντήριος: ἀμυντήρ, για τον σχηματισμό βλ. και λ. ιος) γρήγορα, όμως, εξελίχθηκε σε ανεξάρτητη κατάληξη… … Dictionary of Greek
έντερο — Το τμήμα του πεπτικού σωλήνα που περιλαμβάνεται μεταξύ του στομάχου και του δακτυλίου του πρωκτού. Διακρίνεται σε λεπτό έ., που αρχίζει από τον πυλωρικό σφιγκτήρα και απολήγει στην ειλεοτυλφική βαλβίδα, το οποίο είναι υπεύθυνο για το μεγαλύτερο… … Dictionary of Greek